- καλοκαιριανός
- καλοκαιριανόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοκαιριανός — (I) ή, ό [καλοκαίρι] καλοκαιρινός, θερινός. (II) καλοκαιριανός, ὁ (Α) ιατρ. ονομασία ενός κολλυρίου … Dictionary of Greek